- ἀνελθόντι
- ἀνέρχομαιgo upaor part act masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομαλής — ὁμαλής, ές (Α) 1. (για το έδαφος) επίπεδος, ομαλός («ἀνελθόντι ὁμαλής ἐστιν ὁ λόφος καὶ ἐπίπεδος», Παυσ.) 2. (για τους νεφρούς) γλιστερός 3. (για φύλλωμα) λείος 4. (για κίνηση) ισοταχής 5. (για συνθήκες ζωής) μη υπερβολικός, μέτριος, μετρημένος 6 … Dictionary of Greek